- κνούτο(ν)
- το кнут;η λαβή τού κνούτου кнутовище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κνούτο — το 1. μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που απολήγουν σε μεταλλικά σφαιρίδια με το οποίο μαστίγωναν στη Ρωσία, από τον 16ο ώς τα μέσα τού 19ου αιώνα, εγκληματίες ή κατηγορουμένους για πολιτικά αδικήματα 2. η μαστίγωση με κνούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ … Dictionary of Greek
κνούτο — το (λ. ρωσ.), μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που κατέληγαν σε μεταλλικά σφαιρίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)